πολιορκητῶν

πολιορκητῶν
πολιορκητής
taker of cities
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Φοίνισσαι — Τραγωδία του Ευριπίδη. Διδάχτηκε το 4Q9 ή 408 π.Χ. Μαζί με τις τραγωδίες Οινόμαος και Χρύσιππος αποτελούσε τριλογία, η οποία σε διαγωνισμό πήρε το δεύτερο βραβείο. Το έργο αυτό ονομάστηκε έτσι από τον χορό, που τον αποτελούν Φοίνισσες, τις οποίες …   Dictionary of Greek

  • ανθυπονομεύω — 1. αχρηστεύω ή ανατινάσσω τις υπονόμους των πολιορκητών (ενός οχυρού) κατασκευάζοντας νέες υπονόμους 2. υπονομεύω κάποιον που με υπονομεύει …   Dictionary of Greek

  • εξώστρα — Ένα από τα σκηνικά μηχανήματα του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού θεάτρου. Ταυτιζόταν με το εκκύκλημα που χρησιμοποιούσαν για την προώθηση στη σκηνή διαφόρων αντικειμένων (θρόνος, ξόανα θεοί κλπ.) ή για την επίδειξη του εσωτερικού χώρου ενός… …   Dictionary of Greek

  • κοντραμίνα — κοντραμίνα, ἡ (Μ) υπόγεια στοά που άνοιγαν οι πολιορκούμενοι για να αντιμετωπίζουν τις αντίστοιχες στοές τών πολιορκητών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contrammina] …   Dictionary of Greek

  • ολοοίτροχος — ὀλοοίτροχος και ὀλοίτροχος και ὁλοίτροχος, ὁ (Α) 1. στρογγυλός και κυλινδρικός ογκώδης λίθος σαν αυτούς που οι πολιορκούμενοι κυλούσαν κατά τών πολιορκητών («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας ὀλοιτρόχους ἀπίεσαν», Ηρόδ.) 2. ως επίθ.… …   Dictionary of Greek

  • προώστης — ο, ΝΑ [προωθῶ] νεοελλ. ναυτ. μακρύ ξύλινο μαδέρι το οποίο κρέμεται σε οριζόντια θέση από την πλευρά τού πλοίου και χρησιμεύει κατά το πλεύρισμα τού πλοίου για την προστασία του από τυχόν προσκρούσεις στην προβλήτα, ιδίως κατά τις φορτοεκφορτώσεις …   Dictionary of Greek

  • στοΐδιον — και στωΐδιον ή στῴδιον, τὸ, Α [στοά / στωϊά] 1. υποκορ. μικρή στοά 2.είδος στέγης για την προφύλαξη τών πολιορκητών …   Dictionary of Greek

  • χωστρίς — ίδος, ἡ, ΜΑ (κυρίως σε συνεκφορά με τη λ. χελώνη) είδος παραπήγματος κατάλληλου για την προστασία πολιορκητών, όταν αυτοί επιχειρούσαν επιχωμάτωση τάφρου εχθρικού οχυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώννυμι + επίθημα τρίς (πρβλ. ζωσ τρίς)] …   Dictionary of Greek

  • Αλή αγάς ή Αλήαγας — (18ος–19ος αι.).Διάσημος αγάς του Λάλα, γιος του αρχηγού των Λαλαίων και μεγαλύτερος αδελφός του Αλή Φαρμάκη, ο Α. ήταν ονομαστός για τα πλούτη του και την πολυτέλεια της κατοικίας του στον Λάλα. Στην υπηρεσία του είχαν προσληφθεί πολλοί Έλληνες …   Dictionary of Greek

  • Γκούρας, Ιωάννης — (Γκουρίτσα, Παρνασσίδα 1791 – Αθήνα 1826).Αγωνιστής του 1821. Παιδί φτωχής και άσημης οικογένειας, σε ηλικία 17 ετών τάχθηκε στο σώμα του συγγενούς του αρματολού Δ. Πανουργιά· τρία χρόνια πριν από την Επανάσταση πέρασε στην υπηρεσία του Οδυσσέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”